Ο Θανάσης Σκρουμπέλος κάνει μια βόλτα στη γειτονιά του και συζητά με τους γκουρού της μπάλας και του στοιχήματος για την κατάντια του ελληνικού ποδοσφαίρου
Oταν μιλάει ο Λέλος εσύ ακούς, δεν μιλάς. Ποιος και τι είναι ο Λελος; Ο Λέλος ήταν μπουκ στη δεκαετία του '60 στο Σικάγο (κατά Τσικάγκο μεριά), λίγο πριν από τη χούντα γύρισε στη γειτονιά και συνέχισε εδώ το μπουκ. Συνδύαζε από τότε πεντάδες τετράδες, παρολί στο ποδόσφαιρο κι έκλεινε με δικό του βιβλίο (μπουκ) τα πονταρίσματα εκτός ΠΡΟΠΟ (μόνο το ΠΡΟΠΟ υπήρχε τότε).
Ο καλός μπουκ είναι φίλος με όλους και με κανέναν. Σήμερα τακίμι με τον τάδε, αύριο με τον παρατάδε και ξεχνάμε τον τάδε που δεν είναι πια στα κόζα. Στο μπουκ του είχε σημειωμένους πολλούς κυνηγούς της ελπίδας, τον καφετζή, τον ασφαλίτη, τον ταβερνιάρη, τον δικηγόρο, τον αιτησιογράφο, τον μπαρμπέρη, τον γιο του δημάρχου, ακόμη και την παπαδιά (έπαιζε κρυφά από τον παπά, ίσα που τα κουτσοκαταφέρνανε από τα ισχνά σπόρτουλα, ένεκα η γειτονιά λαϊκή και φτωχή κι ήθελε τσόντα να βάλει ο Άγιος το χεράκι του να πιάσει το παρολί η παπαδιά, να δούνε άσπρη μέρα, γιατί με τις παρακλήσεις και τις προσευχές ουδέν). Μας είχε όλους σχεδόν γραμμένους στο μπουκ του ο Λέλος, ακόμη και τον τοπικό πολιτευτή. Από αυτόν μάλλον έχανε. Εμ, τι, πέντε η αλεπού, δέκα το αλεπουδάκι;
Ο πολιτευτής είχε βγει από κατοχές, εμφύλιους, Παπάγους, Καραμανλήδες αλώβητος και φορτωμένος, φραγκάτος κι έπαιζε από υπεροψία, να δείξει ότι ακόμη και την πουτάνα τύχη την κουλαντρίζει όπως και τους ψηφοφόρους του. Πώς να του τη βγει ο Λέλος, ο γιος του κτίστη του Μακρονησιώτη, του κατεστραμμένου; Βέβαια, την τύχη τη χτένιζε για τον πολιτευτή, γιατί ο πολιτευτής ήταν στα μέσα και τα έξω και ο Λέλος τον ήθελε να κρατάει το μαντήλι στον μπουκίσιο χορό του - το ίδιο έκανε και με τον ασφαλίτη τον Γιανναρέα, ώστε αν πάνε να τον ρίξουν στον γκρεμό ή το γκεζί ο Τσώτος με τ' αδέλφια του, οι ανταγωνιστές του από την απάνω ρούγα, να τον κρατήσουν απέξω ο πολιτευτής κι ο ασφαλίτης κι ο χορός να συνεχίζει σαν καλαματιανός και να μη γίνει του Ζαλόγγου. Δηλαδή, κράτα με να σε κρατώ, να μην πέσουμε κι οι δυο. Τώρα ο Λέλος είναι γύρω στα ογδόντα, δεν είναι μπουκ εδώ και πολλά χρόνια, κι όπως σας είπα ήταν γιος κτίστη, δηλαδή πηλοφόρι, μυστρί και λάσπη. Τώρα ο Λέλος είναι ένας σοφός της λάσπης. Πήγα να τον ρωτήσω για τις κασέτες. Γιατί όλα τα παραπάνω που σας είπα είναι η μηχανή, ο μαθηματικός τύπος για μικρούς και μεγάλους χορευτές γύρω από το ποδόσφαιρο και για τη ρούγα τη δική μου και για τις ρούγες τις μεγάλες.
Η ερώτηση που του έκανα για τις κασέτες τον έπνιξε στα γέλια. Μου είπε: «Ο Ρούλης, ο Κούλης, ο Φουφούλης, η Ντενίζ, ο Μινίστρος κι όλα τα παιδιά του μπαλέτου 'μείναν άφωνοι με αυτά που τους έδειξε η τηλεόραση για το ποδόσφαιρο, τον Αχιλλέα και τον Αλέκσις. Αν δεν τα έδειχνε η τηλεόραση, δεν θα υπήρχαν για τον Λούλη, τον Σούλη, τον Μπούλη τον Τσαξούλη. Οπως άφωνοι 'μείναν και ο Άκης, ο Γιωργάκης, ο Κωστάκης, το Νικάκι και η Βούλα κι ο δικαστής Ντρεντ όταν είδαν να γίνεται το μοναστήρι, στο Άγιο Βουνό, μπουζουριέρα οφ σορ εταιρειών, να αγιάζεται η λάσπη και να μετατρέπεται σε οικόπεδο φιλέτο κι όταν ο Λάκης, ο Αρνάκης και τα άλλα τα παιδιά είδαν υποβρύχια να γέρνουν και να πλερώνονται προκαταβολικά, μίζες να χώνονται σε τσέπες και να εξαφανίζονται ως σε τσέπη του Χουντίνι και ως μη γενόμενες, ακατονόμαστοι να μπαίνουν στο Κοινοβούλιο με τριμμένο παντελόνι και να βγαίνουν με ογδόντα διαμερίσματα στην κατοχή τους και κουστούμια για να ντύσουν θέατρο και να κυκλοφορούν ακόμη στους δρόμους, κι όπως άφωνοι 'μείναν οι Θεμίτσες, οι Λενίτσες, οι Τούλες, ο Γιωργάκης κι ο κυρ Αδέκαστος όταν κόμματα με ονόματα ψήφισαν στη Βουλή νόμο που να γίνεται αβαβά η φιάξη, αν την κάνουν ακατονόμαστοι από τον θώκο, ενώ, αν την ψιλοκάνει ο κυρ-Βίγλης ο λαχειοπώλης, του κατάσχουν το κοντάρι που κρεμάει τα λαχεία, τη μοναδική του περιουσία. Δηλαδή, ρε σαχλαμάρα -μου επιτέθηκε-, θες γύρω γύρω καβαλίνα και στη μέση ο κουβάς με καθαρό το νερό, με απορρυπαντικό κασέτες; Γίνεται, ρε; Δεν γίνεται. Κι όσο, τώρα, για τον Αχιλλέα και τον Αλέκσις, θες σχόλιο; Καλαματιανό χορεύουν κι οι δυο, ρε, και κρατούν μαντήλια και τα μαντήλια τα κρατούν κι άλλοι μαζί τους, σπουδαγμένος στο πανεπιστήμιο ο ένας, σπουδαγμένος στο γκεζί ο άλλος. Είναι ποτέ δυνατό να το γυρίσουνε σε Ζάλογγο; Πέσ' του, ρε Πρόδρομε».
Ο Πρόδρομος είναι χαρτοπαίκτης και μαθηματικός και ειδικός αναλυτής της πρέφας και της πολιτικής κατάστασης. Πήρε κοντύλι και πλάκα -ακόμη με αυτά δουλεύουν εδώ, στην παλιά γειτονιά- και με τον άβακα άρχισε να λογαριάζει και να σημειώνει: «Έχουμε και λέμε, διπλό ημίχρονο, άσο τελικό. Φαβορί το διπλό. Βάλ' το και όβερ, και πιάσ' το και στο 3-2, πόσο μας δίνει; Το επί το, ίσον 48 κόμμα 6. Δηλαδή, αν ένας μεροκαματιάρης έχει την πληροφορία απο κάποιον μαντηλάτο και σπάσει τον κουμπαρά μιας ζωής και ποντάρει ένα χιλιάρικο θα πολλαπλασιάσει το χιλιάρικό του ως τα οψάρια του κυρίου σε 48.600 χιλιάδε γιούρο. Πάντρεψε την κόρη του, πλήρωσε το ΙΚΑ του και τη δόση για το τρί- κυκλο. Αν όμως, τώρα, αντί για ένα χιλιάρικο, πας σε πιο μεγάλο κόζι, σε αυτά που έχει ο κουβάς και οι μαντηλάτοι ή ο μαντηλάτος βάλει εκατό χιλιάδε γιούρο (παίρνει δέκα από τον έναν, πέντε απο τον άλλον για να τους δώσει μαντήλι), πόσα τα κάνει ; Τέσσερα μύρια και εξακόσιε χιλιάδε γιούρο. Κι αν τώρα ένας μπιγκ παίκτης έχει το μύριο να το βάλει, πόσα μύρια θα τα κάνει, αφού θα παίξει στα σίγουρα; Το ένα θα γίνει 48 μύρια και κάτι ψιλά, ναι; Δηλαδή, και τα κοκόρια του να γεννάνε χρυσά αυγά, τόσα δεν θα του δώσουν. Να, λοιπόν, ο τύπος εδόθη, το πρόβλημα λύθηκε».
«Δηλαδή;», τον ρώτησα.
«Δηλαδη, ο φάκελος απο την ΟΥΕΦΑ για παιχνίδια του κουβά έχει σταλεί πολλές φορές εδώ. Και με ονόματα και με αγώνες και με ημερομηνίες. Στη Γερμανία και την Ιταλία μόνο με τις ενδείξεις μπήκαν πίσω από το σίδερο άνθρωποι του κουβά και κατεβήκαν σκαλοπάτι ομάδες. Γκέγκε;».
«Όχι», του είπα.
«Ξέρεις πόσοι φάκελοι έχουν σταλεί μέχρι τώρα απο την ΟΥΕ- ΦΑ για μαντηλάτα και παράξενα παιχνίδια; Το λιγότερο τρεις και για παιχνίδια όλων των κατηγοριών. Είδες εσύ κανέναν να μπαίνει πίσω από το σίδερο; Είδες κανέναν θεσμικό να κατεβαίνει από την πλάτη της χελώνας για να το τρέξει το πράμα;».
«Κανείς», του απάντησα.
«Και οι κασέτες από το καλοκαίρι είναι γνωστές, γιατί σκάζουν τώρα μες στον κουβά; Έχεις απάντηση; Δεν έχεις, γιατί όταν έφυγες από δω κι ανέβηκες προς τα πάνω έγινες κι εσύ συννεφένιος σαν τον Μινίστρο που, όπως ο Λούλης, ο Φούλης και η Ντενίζ, έμεινε και αυτός με ανοιχτό το στόμα. Και τώρα λέει θα καθαρίσει τον κουβά. Χαχαχα. Με τι μαντήλι, ρε; Με καλαματιανό; Χαχαχαχα».
«Τι του λες του ανθρώπου -πετάχτηκε ο Μανθέας ο ταξιτζής, πράσινων πολιτικών και οπαδικών αισθημάτων-, αφού όλοι βουτάμε το ψωμάκι μας στο νερό του κουβά. Το 'πε και ο μεγάλος Θόδωρος, όλοι μαζί τα φάγαμε».
Τότε, ο Λέλος, ο σοφός της λάσπης και του κουβά, τα πήρε στο κρανίο.
«Στα πόδια μου σε έπαιζα, από το χεράκι σε έπαιρνα για να μάθεις, αλλά συ, ρε τάξι-ντράιβερ, ακατοίκητος εδώ (του 'δειξε το μυαλό), ανεπεξέργαστος, ό,τι γράφει ο τίτλος κι ό,τι λέγεται στο τιβι-παράθυρο το καταπίνεις αμάσητο. Είναι δυνατόν, ρε κιρίζι, να μοιραστούν φαΐ το λιοντάρι με τον γάιδαρο,ο βάτραχος με τον κροκόδειλο; Διάβασε Αίσωπο ξανά και θα βρεις και την πάντηση για τις κασέτες».
«Κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει -πετάχτηκε ο Πρόδρομος- άντε καμιά περιστέρα να την πληρώσει, έτσι για να λέμε ότι λειτούργησαν οι θεσμοί. Θυμάμαι πριν από είκοσι χρόνια, πάλι Μάρτιος ήταν του '91 και πάλι για τα μάτια παραμυθιάζαν ότι θα καθαρίσουν τον κουβά και τελικά την πλήρωσε η αρρεβωνιαστικιά της πιο ψιλής μαρίδας, γιατί στον κουβά μόνο απόχη για μαρίδες χωράει, κι οι καρχαρίες ελεύθεροι κι ωραίοι στην ανοιχτή θάλασσα γύρω από τον κουβά. Αυτά! Κι όσο για τα άλλα που 'ρθες εδώ, φάε τίτλους και παράθυρα, άρτον και θέαμα, αέρα μπανά, δηλαδή σκάσε, τρώγε, βλέπε και ψήφιζε, το τρίπτυχο του μαλάκα».
Ο Θανάσης Σκρουμπέλος είναι συγγραφέας.
lifo.gr / Ο Θανάσης Σκρουμπέλος είναι συγγραφέας.
Το τελευταίο του βιβλίο οι «Κόκκινοι Βαρκάρηδες»
κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου